ΑΕΛΙΟΣ

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Ογδόντα πέντε χρόνια μετά…

Μπορεί να μοιάζει πως έπιασαν τόπο οι προσευχές, αν τις έκαναν ποτέ εκείνοι οι τρεις άντρες, μετά που τσούγκρισαν τα ποτήρια τους, ή μετά που απόφαγαν κι έμεινε ο καθένας μοναχός του… Μπορεί και να μην τις έκαναν και καθόλου, ποιος ξέρει…
Εμένα πάντως μου φαίνεται μερικές φορές, πως είτε δεν την έκαναν ποτέ την προσευχή, είτε δεν έπιασε. Καλά, αφού εδώ είναι οι καινούργιες πατρίδες, στη θέση τους… δε χάθηκαν!.. θα πει κανείς… Εδώ είναι θα πω κι εγώ, καινούργιας πατρίδας γέννημα είμαι, αλλά πατρίδες είναι κι οι άνθρωποι που ξέρουν τις ρίζες τους, που ξέρουν πως πορεύτηκαν οι πρόγονοί τους, δεν είναι μόνο οι τόποι… και φοβάμαι πως οι άνθρωποι πήραν να χάνονται…
Σκέφτομαι καμμιά φορά τους παλιοελλαδίτες, έτσι που άκουγα μικρός να τους λένε στον τόπο μου· έχουν τα χωριά τους, ας είναι και κάμποσα ρημαγμένα απ την εγκατάλειψη, μια γιαγιά μπορεί να στέκεται εκεί να πει μια ιστορία, αλλά άμα λείψει κι αυτή, κάποιο μνήμα θα φανεί μέσα απ χορτάρια. Εκεί είναι η συνέχεια, όποιος νοιάζεται τη βρίσκει.
Για μας όμως τους άλλους είναι αλλιώς. Οι παλιές πατρίδες δεν χάθηκαν απ τους ξεριζωμούς, γιατί οι πατρίδες εκτός από τόποι, είναι κι οι άνθρωποί τους κι η ιστορία τους· κι οι άνθρωποι εκείνοι, παππούδες και προπαππούδες, τις έσερναν τις παλιές πατρίδες μέσα τους, αυτοί ήταν η συνέχεια· από κει και πέρα μέλλει σε μας που ερχόμαστε μετά, να μη τη χάσουμε τη συνέχεια κι αυτό είναι το δύσκολο, γιατί εμείς, τα παιδιά και τα εγγόνια των προσφύγων, δεν έχουμε τίποτα να μας θυμίσει τη ρίζα μας, οι τάφοι των παλιών είναι αλλού, σε χωριά που τώρα πιά δε μιλάν τη λαλιά μας…
…………………………..

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Απόσπασμα απ το βιβλίο της Μαριάννας Κορομηλά "Η Μαρία των Μογγόλων"

.... Η Κωνσταντινουπολίτικη ενδοχώρα, terra incognita και απαγορευμένη (αυστηρώς επιτηρούμενη στρατιωτική ζώνη και για τις τρεις όμορες χώρες, που μοιράστηκαν τη διαμελισμένη Θράκη), με είχε "ολοσχερώς" ρουφήξει.Παραλίγο να με ρουφήξει και η πηχτή θρακική λάσπη, σ αυτές τις μαύρες και τόσο εύφορες και τόσο άδενδρες πεδιάδες, που τις αγάπησα μ όλη μου την ψυχή...
...Ποτέ δεν κατάφερα να εξηγήσω την αιτία γιά την οποία η Θράκη άσκησε τέτοια γοητεία πάνω μου εκείνη την εποχή.Αναρωτιέμαι γιατί λάτρεψα τα απέραντα πεδινά της, που εκμηδενίζουν τις γραμμές των οριζόντων και καταργούν την τρίτη διάσταση.Τι ήταν αυτό που με γοήτευε στον άχρωμο ουρανό που πλακώνει την υγρή γη της.Σ αυτές τις δυσδιάκριτες ασπρουλιάρικες ακτές, όπου σβήνουν τα μεγάλα κύματα, και στις μουντές ακροποταμιές, όπου όλα συμβαίνουν ψιθυριστά, ανεπαισθήτως, αισθανόμουν την έλξη του μυστηρίου και την απελπισία της υγρασίας, που σου διαλύει συστηματικά τον οργανισμό.Κι εγώ πάντα γύριζα σ αυτά τα αργόσυρτα τοπία, τα σταματημένα κάπου ανάμεσα στον βυζαντινό και τον οθωμανικό χρόνο.....
.... Νιώθω ακόμα στο μεδούλι της ύπαρξής μου την καχυποψία της θρακικής κοινωνίας, όπως και την υγρασία των δασών της Ροδόπης....

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

.... Έφερε το μουλάρι από κει που το είχε δεμένο και το φόρτωσε προσεκτικά και με υπομονή, σωστά όπως έπρεπε και για το φορτίο και για το ζωντανό. Έβγαλε να φάει ό,τι πρόχειρο είχε βάλει η μάνα του, αλλά εκείνη την ώρα ο αέρας είχε άλλη γνώμη, έτσι πως έστριψε, έφερε μυρωδιά από κεμπάπια… Το σκέφτηκε λίγο, έπειτα δίπλωσε πάλι την πετσέτα με τη μπομπότα και τα κρεμμύδια και το χαλβά και ξεκίνησε κατά τη μυρωδιά… Καλά είχε πάει η μέρα, δε βαρυέσαι… κι έπειτα η κυρά Σταμούδα δεν ήταν κοντά να γκρινιάξει που χαλούσε τη νηστεία!...
Ένας Τούρκος είχε στήσει ένα τσαρδί στην άκρη του παζαριού κι έψηνε κεμπάπια σε δυό ψησταριές που είχε φτιάξει από λαμαρίνα. Είχε βάλει και δυό πάγκους για τραπέζια και τέσσερις μακριές τάβλες να κάθονται οι πελάτες. Σέρβιρε και ρακί και καλό σταρένιο ψωμί ή λαγάνα… Βρήκε μια θέση στην άκρη μιας τάβλας και κάθισε να παραγγείλει στα δυό τσιράκια που πηγαινοέρχονταν ιδρωμένα και λαχανιασμένα να προλάβουν την πείνα και τη δίψα των παζαρτζήδων και των περαστικών. Χαιρέτησε δυό τρεις γνωστούς του που κάθονταν κι έτρωγαν στην άλλη άκρη του πάγκου. Ώσπου να φέρουν τα δικά του, οι δυό που κάθονταν δίπλα του σηκώθηκαν να φύγουν… Πήγε να βολευτεί καλύτερα, αλλά ένιωσε ένα χέρι να τον ακουμπάει στην πλάτη…
-Χωράω κι εγώ Γιάγκο;
Γύρισε, αλλά ο ήλιος που χαμήλωνε δεν τον άφηνε να δει καθαρά. Έβαλε την παλάμη κεραμίδι μπροστά απ τα φρύδια του, αλλά πάλι… Ο άλλος το κατάλαβε.
-Δεν με θυμάσαι; Μαζί παίζαμε παιδιά μπρε!... ο Νουρή είμαι, του Χαλήλ ο γιός,… που δουλεύανε με το μπαμπά σου…
-Μπρε,.. μπρε, ο Νουρής!.. Ο Γιάγκος σηκώθηκε ο άλλος τον αγκάλιασε. Τον αγκάλιασε κι αυτός, πιο πολύ γιατί δεν γίνονταν αλλιώς… Τον είχε ξεχάσει, είχαν φύγει απ τη γειτονιά όταν ήταν ακόμη μικρά παιδιά και πήγαν στο Κουμαρλί, απέναντι, να δουλέψουν κάτι χωράφια ενός θείου, ανήμπορου.
-Πως με γνώρισες; Από τόσα χρόνια που έχουμε να βρεθούμε… παιδάκια ήμασταν!
-Είσαι ίδιος ο μπαμπάς σου, δεν στο έχουν πει; Μόνο πιο ψηλός είσαι, αλλιώς ίδιος! Ήμαν σίγουρος ότι είσαι συ! Τι κάνει ο μπαρμπα Αποστόλης;
Τα είπαν τα χαμπέρια… είχε φύγει κι ο Χαλήλ να συναντήσει τον Αλλάχ του, αλλά τον Αποστόλη το γείτονά του μάλλον δεν θα τον συναντούσε, αυτός θα ήταν σε διαφορετικό παράδεισο… Παράγγειλε κι ο Νουρή, στρώθηκαν να τρώνε…
-Καλά, κεμπάπια τρως, δεν έχετε νηστεία; χωράτεψε ο Τούρκος.
-Ε, δε βαρυέσαι, στο δρόμο είμαι, συγχωριέται!...
-Καλοί είσαστε εσείς οι γκιαούρηδες, όταν σας βολεύει τραβάτε μια συγχώρεση, βαφτίζετε και το κρέας ζαρζαβάτι κι όλα εντάξει, τς τς!.. είπε γελώντας ο Νουρή.
-Μαθές εσείς είσαστε καλύτεροι, όλη τη μέρα ούτε νερό δεν βάζετε στο στόμα και μόλις βαρέσει το φυσέκι ο Χότζας, ξεκοιλιάζεστε στο φαί!... Άιντε γεια!.. Γέλασαν και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους.
Στο απέναντι τραπέζι οι αγριοφωνάρες δυνάμωσαν. Ήταν τρεις μαυριδεροί, που αφού απόφαγαν, δεν είχαν σταματήσει να πίνουν. Άλλοι έτρωγαν, σηκώνονταν, έφευγαν να πάνε στη δουλειά τους, κάθονταν καινούργιοι, αυτοί εκεί… Μιλούσαν Τούρκικα κι έλεγαν χοντράδες. Οι άλλοι στην αρχή δεν έδιναν σημασία, έκαναν πως δεν άκουγαν. Ο κεμπαπτσής τους κοίταζε με μισό μάτι, που κρατούσαν τόση ώρα τις θέσεις στο τραπέζι, αλλά κάθε φορά που πήγαινε να πει κάτι, παράγγελναν πάλι ρακί και καμιά ψητή τσούτσκα1… Το μεθύσι περίσσευε, άφησαν κάποια στιγμή τα Τούρκικα και το γύρισαν στη γλώσσα τους, στα Βουλγάρικα, κι άρχισαν να βρίζουν τους Γραικούς, λες κι οι περισσότεροι γύρω δεν καταλάβαιναν. Η ατμόσφαιρα έγινε στενόχωρη. Ο Νουρή κοίταξε το Γιάγκο ερωτηματικά, αλλά εκείνο το γκρίζο ατσαλένιο βλέμμα του, δεν μαρτυρούσε τίποτα.
-Ας τους, μη δίνεις σημασία, τύφλα είναι δεν τους βλέπεις; μουρμούρισε, χωρίς να σταματήσει να τρώει…
Ήταν άλλοι όμως που κάθονταν στο ίδιο τραπέζι με τους Βούλγαρους, και το αίμα τους έβραζε παραπάνω… Το μάτι μερικών πήρε ν αγριεύει.
-Δεν ντρέπεστε μπρε γουρούνια, κάψατε τον κόσμο και κορδώνεστε κιόλας!.. δεν άντεξε κάποιος και ξέσπασε.
-Αϊ σιχτίρ βρωμογκρέκε που θα μας πεις γουρούνια!.. Οι δικοί σας είναι γουρούνια, που δεν αφήσαν χωριό για χωριό άκαφτο στη Μακεδονία! Καλά σας κάνουμε! Όλους θα σας κάψουμε!
-Έτσι σας λένε; Τότε να πάτε να τα βάλετε μ αυτούς στη Μακεδονία, όχι να κυνηγάτε τον κόσμο στον τόπο σας, που δε σας έφταιξε σε τίποτα!
-Τίποτα; Όλα τα χρόνια αφεντικά ήταν! Εμπόροι και δεσποτάδες και μοναστήρια και κτήματα δικά τους! Τελείωσαν αυτά!
-Αντί να ξεστραβωθείτε να τους φτάσετε, τους καίτε και τους κλέβετε! Άχρηστοι ακαμάτηδες! Μόνο να κλέβετε ξέρετε!
-Αυτοί μας έκλεβαν μια ζωή, με τον κόπο το δικό μας έγιναν τρανοί! Μωρέ θα τους κάψουμε όλους!
Ο καβγάς πήρε ν ανάβει για τα καλά, αλλά ακόμα ήταν στα λόγια…
Ο Γιάγκος γύρισε σ ένα γνωστό του, παραδίπλα…
-Τι έγινε μπρε Γιακουμή; Δεν άκουσα τίποτα αυτές τις μέρες, δεν έπεσε κι η εφημερίδα στα χέρια μου…
-Δεν τα ‘μαθες ε; Έσπασαν μαγαζιά και σχολειά στη Φιλιππούπολη, στο Στενήμαχο, στο Καβακλί, στη Βάρνα… κι αλλού, σε πολλά μέρη! Αλλά το χειρότερο, έκαψαν την Αγχίαλο!...
-Τι είπες μπρε!;
-Ναι, όπως τ ακούς!
Κάνα δυό Τούρκοι, μουαντζήριδες έμοιαζαν, μπήκαν κι αυτοί στον καβγά, θυμήθηκαν φαίνεται τα δικά τους, τι τράβηξαν με τα γεγονότα πριν από τρία χρόνια, τότε που αναγκάστηκαν να φύγουν από «μέσα»!... Οι Βούλγαροι μέσα στο μεθύσι τους, δεν λογάριασαν που βρίσκονταν σε Τούρκικο τόπο, άρχισαν να βρίζουν κι αυτούς, τα πράγματα πήραν να ξεφεύγουν..
-Ε όχι και να μας βρίζετε κι εδώ μέσα, εδώ δεν είναι Βουλγαρία! Το παρακάνατε!
Τινάχτηκαν απάνω κι αρπάχτηκαν στα χέρια. Μπήκαν κι οι Ρωμιοί στον καβγά. Σε λίγο δεν ήξερες ποιος δέρνονταν με ποιόν. Αναποδογύρισαν οι τάβλες, έσπασαν τα ποτήρια, χύθηκαν κάτω οι λαδόκολλες με τα κεμπάπια, έτρεξαν κι οι σκύλοι να πάρουν το μερτικό τους, αλλά επειδή δεν τάβρισκαν στη μοιρασιά έπιασαν κι αυτοί το σκυλοκαβγά ίδια με τους ανθρώπους, βλαστήμιες και γαυγίσματα ανακατεύονταν, ένα κουβάρι όλοι, σκόνη και κουρνιαχτός, ο κεμπαπτσής τραβούσε τα μαλιά του, είχε στείλει από πριν ένα τσιράκι να φωνάξει τους τζαντιρμάδες, αλλά αυτοί όσο να κουνηθούν θα γκρεμίζονταν το τσαρδί, ένας Ρωμιός απ το Κούλελι, πήγε να σηκωθεί και να φύγει μουλωχτά χωρίς να πληρώσει, ο Γιάγκος άπλωσε τη χερούκλα του και τον κάθησε κάτω, εκείνη τη στιγμή πλάκωσαν επί τέλους οι χωροφύλακες, άρχισαν να δέρνουν όποιον εύρισκαν μπροστά τους απ αυτούς που δέρνονταν, χωρίς να ρωτήσουν τι και πως, έσπασαν κάνα δυό κεφάλια, αίματα πότισαν κάτω το χώμα, κάποιοι πήγαν να το σκάσουν, ξανά οι ματσουκιές βροχή, ώσπου ένας αξιωματικός που μόλις έφτασε, πυροβόλησε μια δυό φορές στον αέρα κι όλα ησύχασαν απότομα και ξαφνικά!..
Κοίταξε ένα γύρο σοβαρός κι αμίλητος, χτυπώντας την μπότα του με το καμτσίκι. Λαχανιασμένοι σκούπιζαν ιδρώτα κι αίματα και σκόνες όσοι είχαν μπλεχτεί, περίμεναν με την ανάσα τους να σφυρίζει ακόμα… Ο αξιωματικός τους κοίταξε έναν-έναν ερευνητικά, μετά πλησίασε τον κεμπαπτσή, να μάθει… Έπειτα διάταξε τους τζαντιρμάδες να μαζέψουν τους καβγατζήδες, αφού έβαλε πρώτα να πληρώσουν τι έφαγαν και τι ήπιαν, κι ακόμα για τις ζημιές που είχαν κάνει. Η συνέχεια θα ήταν στο στρατώνα, ο κόσμος δεν χρειάζονταν να βλέπει κι άλλο ξύλο!
Τα τσιράκια και τα αφεντικό τους καθάρισαν και συγύρισαν ένα γύρο, κλώτσησαν τα σκυλιά να πάνε παραπέρα, έβαλαν πάλι τις τάβλες στη θέση τους, θα μαζεύονταν κι άλλοι πεινασμένοι σε λίγο…
-Να πιούμε ακόμα ένα; είπε ο Νουρή.
-Δε βλέπεις τι κάνει το ρακί; Καβγάδες!
-Εμείς γιατί να καβγαδίσουμε μπρε Γιάγκο;
-Έλα ντε! Αλλά ας το καλύτερα, άμα θέλεις κερνάω ένα καφέ, να, απέναντι στον καφενέ.
Ο άλλος δέχτηκε. Φώναξαν και το Γιακουμή, το γνωστό του Γιάγκου απ το Τουκμάκι. Ήταν συννεφιασμένοι κι οι τρεις, παράγγειλαν καφέ, ο Γιάγκος πήρε ν ανάψει μια πίπα, οι άλλοι έστριψαν τσιγάρο. Κάτω απ τον πλάτανο που ήταν ο καφενές, είχε δροσιά. Ο καφετζής έφερε τους καφέδες, μαζί και νερό, μπούζι, που μόλις το τράβηξε με την τουλούμπα, ήπιαν να σβήσουν την κάψα απ τις τσούτσκες, απ τα κεμπάπια κι απ το ρακί. Σιγά-σιγά ήρθε η ψυχή τους στη θέση της, πήραν να γαληνεύουν.
Ο Γιάγκος ρώτησε πάλι το Γιακουμή, αν ήταν βέβαιος γι αυτά που είπε. «Τ άκουσες και μόνος σου, στον καβγά μπροστά δεν ήσαν;» απάντησε εκείνος. Δεν ξαναρώτησε. Όταν βρίσκονταν στην Αντριανού κι είχε λίγο χρόνο, προσπαθούσε να βρει την εφημερίδα και να διαβάσει κάνα νέο, ας ήταν και μπαγιάτικο, να μαθαίνει τι γίνεται… Μερικές φορές έπεφταν στα χέρια του κι εφημερίδες της Φιλιππούπολης, διάβαζε κι από κει τα μαντάτα… Η αλήθεια είναι πως πιο πολύ τον ένοιαζε να κάνει παράδες, τα άλλα έρχονταν μετά γι αυτόν… Αλλά καταλάβαινε πως το πράγμα αγρίευε όσο πήγαινε!... Στη Μακεδονία φαίνεται πως γίνονταν χαλασμός, Γραικοί και Βούλγαροι σφάζονταν, σε τόπο που ήταν ακόμα Τούρκικος! Όσοι Βούλγαροι το έσκαγαν για τη Βουλγαρία, έμπαιναν μπροστά στις φασαρίες και κυνηγούσαν τους Τούρκους που είχαν απομείνει, αλλά τώρα πιά πιο πολύ τους Γραικούς, μ αυτούς τα είχαν αυτή τη φορά… Κι ήταν πολλοί οι Ρωμιοί, απ τη Φιλιππούπολη και το Στενήμαχο, μέχρι τον Πύργο και τη Σωζόπολη και την Αγχίαλο και την Αγαθούπολη, στη Μαύρη Θάλασσα. Οι Ρωμιοί, που τα οικονομικά της Βουλγαρίας ήταν ακόμα τα πιο πολλά στα χέρια τους, που τα μοναστήρια κι οι εκκλησιές με τα έσοδά τους ήταν ακόμα του Πατριαρχείου της Πόλης…
-Κάψανε την Αγχίαλο είπες;
-Στο είπα, πόσες φορές!...
-Έμαθες αν πήγε και κόσμος;
-Λένε για καμιά εκατοσταριά νεκρούς, αλλά δεν ξέρω, σ αυτά δεν βρίσκεις άκρη!.. γιατί ρωτάς;
-Ο μικρός αδελφός του σχωρεμένου ζούσε εκεί, ο θείος μου! Είχε πάει πριν να γεννηθώ εγώ, ούτε τον έχω δει ποτέ, νομίζω τον έλεγαν Νίκο, έτσι έλεγε ο μπαμπάς… Ούτε ξέρω άμα ζει ή πέθανε… Είναι κι η αδελφή μου παντρεμένη στη Γιάμπολη αλλά γι αυτή δεν έχω πολλή έννοια, ο άντρας της πρέπει να τα βολεύει…
-Οι πιο πολλοί κάποιον έχουμε αλλού… είπε ο Νουρή. Να, εμένα ο ένας αδελφός μου είναι στο στρατό, στη Σαλονίκη, η αδελφή μου είναι παντρεμένη στην Καβάλα.
-Ναι, αλλά είναι απ τη από δω μεριά Νουρή, οι δικοί σου δεν έχουν να περνάνε σύνορα!
-Ποιος ξέρει μέχρι πότε!... αναστέναξε ο Νουρή.
Οι άλλοι δυό τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι.
-Γιατί το λες αυτό;
-Γιατί το λέω… δεν βλέπετε τι γίνεται; Απ το κακό στο χειρότερο πάνε όλα!
-Εμείς τι να πούμε, που μας έχουν τρελάνει στους φόρους;!
-Εσείς τι να πείτε, δύσκολα έρχεστε βόλτα το ξέρω, αλλά και για μας είναι καλά νομίζεις; Άμα τα πράματα είναι καλά, είναι καλά για όλους, άμα πάλι δεν είναι, όλοι τα τραβάνε, άλλοι πιο λίγο άλλοι πολύ!...
-Σωστά τα λες, αλλά τι δουλειά έχουν μ αυτό που είπες πριν;
Ο Τούρκος αναστέναξε ξανά. Είχε πάει πριν από μήνες στη Σαλονίκη, τους είπε. Είχε κάτι δουλειές, ευκαιρία να δει και τον αδελφό του. Από κείνον έμαθε τι γίνονταν, από πρώτο χέρι.
-Σφάζονται εκεί πέρα, αλήθεια είναι! Βούλγαροι σφάζουν Γραικούς, Γραικοί καίνε Βούλγαρους… είναι κι οι Σέρβοι ψηλά που τσακώνονται με τους Βούλγαρους απ τη μια, κυνηγάνε και τους Αλβανούς απ την άλλη, ο στρατός του Σουλτάνου κυνηγάει πότε τον ένα και πότε τον άλλο, ποιόν να προλάβει, ένα χάος!... και γιατί όλα αυτά, δεν καταλαβαίνετε; Για τη μοιρασιά! Ποιος θα πάρει πιο πολύ κομμάτι όταν έρθει η ώρα κι η ώρα δεν είναι μακρυά! Σε λίγα χρόνια θα έχουμε πόλεμο, θα το δείτε!...
-Δηλαδή ποιοι θα έχουμε πόλεμο, έτσι πως τα λες; Έκανε ο Γιακουμής.
-Τι ποιοι, μυαλό θέλει; Όλοι εσείς οι γκιαούρηδες με το Σουλτανάτο! Θα μας κυνηγάτε να μας διώξετε!
-Μπάα… κάτι θα γίνει, θα ησυχάσουν τα πράματα… μπάα…
-Να δώσει ο Γιαραμπής! Γιατί άλλον τόπο δεν ξέρω, η πατρίδα μου εδώ είναι!...
-Κι η δικιά μου Νουρή κι η δικιά μου, ολωνών μας!... Σώπασαν ξαφνικά, σαν να σάστισαν μ αυτά που είπαν, σαν να ανακάλυψαν απ την αρχή κάτι που το ήξεραν από παλιά... η πατρίδα ολωνών τους, ο ίδιος τόπος ήταν!..
Ο ήλιος είχε πάρει για τα καλά τον κατήφορο. Ο Γιάγκος κέρασε τους καφέδες και κίνησαν παρέα για τα χωριά τους. Πριν ακόμη να βγουν απ την πόλη, είδαν κατά πέρα τους δυό μουαντζήριδες που ήταν στον καυγά, αυτούς οι τζαντιρμάδες τους είχαν αφήσει ελεύθερους, οι άλλοι θα το ‘τρωγαν το ξύλο!... Ο Γιάγκος κι ο Γιακουμής κοιτάχτηκαν με νόημα, ο Νουρή έκανε πως δεν είδε τίποτα…. Θες η κούραση όλης της μέρας, θες η ζέστα, θες οι μαύρες σκέψεις, δεν μίλησαν για ώρα πολλή, μόνο έσερναν βαριά τα πόδια και τα ζωντανά απ την τριχιά, πάνω στη σκόνη και την ξέρα του δρόμου που πήγαινε προς τα κει που έπεφτε ο ήλιος, πάνω απ τις όχθες του Κιζήλ Ντερέ…
Ξαναμίλησαν όταν έφθασαν πιά σε μια στροφή του δρόμου, που πλησίαζε προς το ποτάμι και τα δέντρα ήταν λίγο πιο αριά και που φαίνονταν οι αμμούδες και τα λιγοστά νερά. Ο Γιάγκος έδωσε χαιρετίσματα για τα ξαδέλφια του στο Τουκμάκι, σ αυτό το σημείο έστριβε αριστερά κατά κάτω ο Γιακουμής, να διαβεί το ποτάμι για να φτάσει στο χωριό του. Λίγα βήματα πιο πέρα, είκοσι εννιά χρόνια πριν, κάποιοι αγράμματοι αγωγιάτες είχαν παραχώσει στο μαύρο χώμα τρεις λιποτάκτες του στρατού του Σουλτάνου, αλλά τα παιδιά τους ποτέ δεν έμαθαν τι είχε γίνει… και γιατί να μάθουν; Μήπως θ άλλαζε τίποτα;
Όταν πέρασαν και το Τσαούσκιοϊ, ίσα που φαίνονταν ο ουρανός λίγο πιο γαλακτερός κατά τους λόφους πίσω απ το Ορτάκιο· δεξιά τους κατά την ανατολή, είχε σκοτεινιάσει και το βαθύ γαλάζιο πήγαινε να γίνει μαύρο… έσκαζαν και τα πιο μεγάλα αστέρια... Ο Νουρή έπρεπε να πάει ίσα πάνω στο Βοριά, να περάσει τον Άρδα για να φτάσει στο Κουμαρλί τσιφλίκι…
-Νουρή…
-Τι είναι…
-Δύσκολα τέτοια ώρα το ποτάμι…
-Το ξέρω, αλλά…
-Τι αλλά, πάμε να μας βάλει κάτι να φάμε η κυρά Σταμούδα και μετά να πέσουμε. Θα χαρεί να σε δει μετά από τόσα χρόνια. Φεύγεις αύριο με το φως, να βλέπεις που πατάς!...