ΑΕΛΙΟΣ

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

..... Κάθονταν σε μια πέτρα ο οργανοπαίχτης, λίγο έξω από μια σκηνή, σ ένα χωμάτινο βουναλάκι· η τραγιάσκα ψηλά και στραβά, το ασκί ακουμπημένο πάνω στα μαύρα πουτούρια11, η φυσούνα μισοκρυμμένη κάτω απ τα χοντρά κρεμαστά μουστάκια· τα μάτια λαμπύριζαν σαν αναμένα κάρβουνα μέσα στο μισοσκόταδο, τα χοντρά ροζιασμένα δάχτυλα κυλούσαν αργά πάνω στις τρύπες της ζαμπούνας12. Μαζεύονταν γύρω κι άλλοι, κι άλλοι, ήσυχοι, χωρίς κουβέντες, σαν να τους τραβούσε και να τους μάγευε ο αψύς ήχος της γκάιντας. Ο γκαϊτατζής στο δικό του κόσμο, μήτε που λογάριαζε το σμάρι που σφιχτοδένονταν ολόγυρά του, η ματιά καρφωμένη κάπου μακρυά, στο μισοσκότεινο πηχτό αέρα, τα δάχτυλα χάιδευαν τον αυλό σκορπώντας στον αέρα μουσικές αναλλοίωτες απ τα βάθη του χρόνου… χάθηκαν για λίγη ώρα έτσι, μουγγοί, οι πιο πολλοί με μάτια που βούρκωναν, με δάκρυα που κυλούσαν κι ευτυχώς το σκοτάδι που πύκνωνε, δεν τ άφηνε να φανούν. Τότε κάτι σουσούρεψε στο γύρο, λίγο ξέσφιξε το ανθρωπομάνι σε μια μεριά, μια λεπτή κοντή φιγούρα προχώρησε διστακτικά κατά το βουναλάκι, κρατούσε και κάτι στα χέρια. Κάθησε δίπλα, έβαλε το ούτι στα γόνατα, και περίμενε ήσυχα και σεβαστικά, να τελειώσει προς ώρας ο γκαϊτατζής.
Πήρε κάμποσες στιγμές, όσο να τα βρουν τα όργανα μεταξύ τους, τα δυό τους, ξεχνώντας τους ανθρώπους… να βρουν να δέσουν η θρακιώτικη γκάιντα και το μικρασιάτικο ούτι, και να σηκώσουν τις κολασμένες ψυχές στον αέρα… κι όταν ζήτησαν και δυό τρεις φωνές το μερτικό τους, αντάμωσαν οι καρδιές και μάτωσαν, έκλαψαν τα μάτια, γέμισαν κουράγιο τα πνεμόνια… κι έπειτα μπήκαν στο χορό, πρώτα λιγοστοί, έπειτα πιότεροι, κι άλλοι… Χόρευαν οι άνθρωποι και χόρευαν κι ίσκιοι τους αντάμα, μακριοί κι αλλόκοτοι, να κάνουν το δικό τους, κατά πως όριζε το παιχνίδισμα απ τις φωτιές κι όχι τα όργανα· κι άναψαν και θέριεψαν κι άλλες φωτιές ολόγυρα, να βλέπουν στα σκοτάδια που πατάνε και που χορεύουν, και φωτίζονταν τα πρόσωπα χρυσαφένια και κοκκινωπά, κι ο ιδρώτας στόλιζε τα μέτωπα που λαμπύριζαν, κι ο κουρνιαχτός που σηκώνονταν απ το διψασμένο χώμα λαμπύριζε κι αυτός και γίνονταν αμέτρητα αστέρια που στροβιλίζονταν κι αυτά στο δικό τους χορό…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου