ΑΕΛΙΟΣ

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ"

….. Φέτος ήταν πάλι, που άκουσε για ένα καινούριο τραίνο που θα ενώσει, λένε, κατ ευθείαν την Πόλη με το Παρίσι μόλις τελειώσουν οι γραμμές, ποιος ξέρει πότε θα ξεκινήσει το δρομολόγιο... Για την Πόλη είχε ακούσει πολλά και θαυμαστά αλλά δεν είχε πάει ποτέ του, όσο γι’ αυτό το Παρίσι, κάτι έλεγε μέσα του ότι ήταν μακρυά, πολύ μακρυά και μάλλον πιο μεγάλο απ’ την Αντριανού ή τη Φιλιππούπολη. Είχε ρωτήσει μερικούς, εκεί γύρω στο σταθμό που δούλευαν τότε, αλλά κι αυτοί δεν ήξεραν πιο πολλά. Σίγουρα ο Τούρκος σταθμάρχης θα ήξερε, αλλά ποιος τολμούσε να τον ρωτήσει, έτσι απλησίαστος που φάνταζε με τη στολή του….
Το φθινόπωρο προχωρούσε, αλλά ο καιρός αργούσε να χαλάσει εκείνη τη χρονιά και τους παραξενοφάνηκε που σταμάτησε η δουλειά, «για λίγο», τους είχαν πει. Οι φασαρίες που γίνονταν μόλις μερικούς μήνες πριν, είχαν λιγοστέψει, ακούγονταν όμως ότι ξεκίνησε πόλεμος, αλλά αυτό ήταν ψηλά καταπάνω, πόλεμος με τους Ρώσους, κάτι τέτοιο… Κάποιοι άκουσαν για Τούρκους κατσάκηδες απ’ το στρατό του Σουλτάνου που υποχωρούσε, έκαναν λέει πλιάτσικο στις πόλεις και τα χωριά στα βόρεια  και κατά τη Μαύρη Θάλασσα, διάφορες σκόρπιες κουβέντες, αλλά αυτά φάνταζαν μακρινά… Τέλος πάντων η δουλειά είχε τελειώσει για την ώρα, δεν γίνονταν αλλιώς, πληρώθηκαν, γύρισαν στο Ντιμότικα, ψώνισαν απ την πόλη μερικά χρειαζούμενα για τα σπίτια τους κι έπεσαν νωρίς για ύπνο, σ ένα χάνι στα ριζά του κάστρου.
Είχαν ξεκινήσει κι’ εκείνο το πρωί που θα γύριζαν πίσω, σχεδόν αξημέρωτα, όπως έκαναν πάντα τέτοια εποχή που μίκραινε η μέρα, για να προλάβουν να φτάσουν στα σπίτια τους πριν να πέσει η νύχτα. Περπατούσαν στο δρόμο που είχαν χαράξει άνθρωποι και ζωντανά, για χρόνια αμέτρητα, ψηλά πάνω απ’ τις όχθες του  ποταμιού, του Κιζήλ Ντερέ, μακρυά απ’ τους άμμους και τα φιδογυρίσματά του, έξω απ’ τα καβάκια κι απ τα πλατάνια, απ τα καραγάτσια κι απ τις ιτιές που φύτρωναν στις άκρες του. Περπατούσαν με σταθερά μεγάλα βήματα, σέρνοντας τα φορτωμένα μουλάρια τους απ’ την τριχιά, χωρίς να μιλάνε, ήσυχα, ο καθένας συντροφιά με τα δικά του. Απ’ το χάραμα, δεν είχαν συναντήσει παρά μόνο δυό-τρεις μπαξεβάνηδες, μακρυά έξω από την πόλη. Όσο προχωρούσαν, ο τόπος ήταν χέρσος αλλά ήμερος, μπαϊρια δεξιά κι αριστερά, που ανηφόριζαν χωρίς βιασύνη. Κατά τη μεριά του ήλιου, μακρυά στο βάθος οι λόφοι ψήλωναν κι αυτοί μαλακά, αργά, το δάσος με τις βελανιδιές άρχιζε και πύκνωνε όσο ανέβαινε προς τα βουνά που μόλις αχνοφαίνονταν μέσα στο φέγγος, ήταν κι’ αυτά ήμερα και χαμηλά. Ανάμεσα κι’ αριά, έβλεπαν χωράφια θερισμένα πια, στεγνά και διψασμένα, που περίμεναν να έρθει η ώρα τους να τα οργώσουν και να τα σπείρουν. Η ζέστη ήταν λίγο παραπάνω απ’ ότι έπρεπε για την ώρα και γι αυτή την εποχή. Ο καιρός ήταν βαρύς, μουντός, θα το πήγαινε για βροχή καλοδεχούμενη. Ήταν ήσυχα, πολύ ήσυχα, σχεδόν δεν ακούγονταν ούτε κελάιδισμα απ τα πουλιά...
Είχαν φθάσει σε μια στροφή του δρόμου που πλησίαζε προς το ποτάμι και τα δέντρα ήταν λίγο πιο αριά φυτρωμένα. Που και που φαίνονταν οι αμμούδες και τα λιγοστά νερά που έμοιαζαν με σταματημένα. Ξαφνικά, αυτός που πήγαινε μπροστά, σταμάτησε απότομα και κράτησε το μουλάρι του. Σήκωσε το χέρι του στο πλάι κι’ είπε χαμηλόφωνα να κάνουν ησυχία. …….

....αργότερα, το 1897...
-Να κατεβείς. Θα έρθουν και λίγα όργανα, θα πηδήξουμε τις φωτιές τ Αη Γιάννη, θα χορέψουμε, θα πιούμε και κάνα ποτήρι να σε χαιρετήσουμε κιόλας, που φεύγεις! Να έρθεις.
Την άλλη μέρα, παραμονή του Αη Γιάννη τα παιδιά είχαν δουλειά. Με το που βγήκαν απ τα σπίτια τους άρχισαν το μάζεμα των ξύλων για τις φωτιές. Γύριζαν παντού, μάζευαν ό,τι έβρισκαν που μπορούσε να καεί, κλαδιά, παλιά άχρηστα σανίδια, τσαλιά απ τους θάμνους, ξερά ξύλα απ το δάσος που δεν είχαν ακόμα σαπίσει. Ετοίμαζαν φωτιές στο μαχαλά τους, στα σοκάκια, στις πλατείες. Φτιάξανε και την πιο μεγάλη στην κάτω πλατεία. Η μέρα ήταν ατέλειωτη έτσι κι αλλιώς, αλλά στα παιδιά φάνταζε πως δεν σκόπευε ο ήλιος να γύρει. Αύριο ήταν η γιορτή του… Αρχαίο ηλιοστάσιο, παντρεμένο στη στροφή των χρόνων με τη χριστιανική παράδοση… Του Αη Γιάννη του Κλήδονα, σύμβολο της καλής τύχης, της εύνοιας, της καλής υγείας. Πύρα, αδιάκοπη από την αρχαιότητα πράξη εξαγνισμού η υπερπήδηση της φωτιάς και  τα λουλούδια που τα κορίτσια στα χέρια τους κρατούν, για να ράνουν τον ήλιο στη μεγαλοσύνη του…
Οι άνθρωποι μαζεύονταν σιγά-σιγά πριν να σουρουπώσει. Οι φωτιές είχαν ζωντανέψει. Τα παιδιά από νωρίς είχαν αρχίσει να φέρνουν γύρω-γύρω, να πηδάνε από πάνω με φόρα, να παίζουν, να γελάνε… Πιο ύστερα έφθασαν τα παλληκαράκια, τ ανύπαντρα, δυνάμωσαν τις φωτιές να θεριέψουν, έκαναν πέρα τα μικρά, να δείξουν τη λεβεντιά τους στα κορίτσια οι πιο μεγάλοι… Τα όργανα στήθηκαν σε μια γωνιά της πλατείας, ένα νταούλι, μια γκάιντα, ένα τουμπελέκι, ένα ούτι. Έφταναν αυτά για να ξυπνήσουν σιγά-σιγά τις ψυχές, να ζεσταθούν οι καρδιές, να ξελευθερωθούν τα πόδια και τα μεριά. Πότε αργά, μακρόσυρτα, μελωδικά σαν για ν αναστηθεί ο πανάρχαιος πρόγονος, ο Ορφέας, να τραγουδήσει κι αυτός και να σωπάσουν τ απέραντα δάση της Θράκης να τον ακούσουν. Πότε γοργά, τραχειά, ανταριασμένα, σαν για ν αναστηθεί για άλλη μια φορά ο νιός θεός, ο Διόνυσος, να γλεντήσει μαζί τους για τη μέρα που θα ξημέρωνε. Τη μέρα που θριαμβεύει το φώς, που δοξάζεται ο ήλιος. Σαν να είχε συμφωνήσει και το φεγγάρι που κόντευε στη γέμιση, έκανε κι αυτό ό,τι μπορούσε για να μη σκοτεινιάσει εκείνη τη βραδιά, κάνοντας τον προξενητή ανάμεσα στον ήλιο και τους ανθρώπους.  Κι αυτοί, έτρεχαν και περνούσαν πάνω απ τις φωτιές, πότε μοναχοί τους, πότε πιασμένοι χέρι-χέρι, μια και δυό και τρεις να ξορκίσουν το κακό κι έπειτα στέκονταν παράμερα, να πάρουν σειρά κι οι άλλοι… Ύστερα έμπαιναν στο χορό. Αντρίκια πρόσωπα χαμογελαστά, μάγουλα αναψοκοκκινισμένα απ την πύρα κι απ το ρακί, ζωνάρια σφιχτά δεμένα πάνω απ τα μαύρα πουτούρια, χοντρά γουρουνοτσάρουχα που κοπανούσαν με δύναμη πάνω στις πέτρινες πλάκες … Πρόσωπα γυναικεία με βλέμμα καθαρό, βήματα μετρημένα, κορμιά ορθά μέσα στις πλουμιστές γιορτινές φορεσιές… Κι η γκάιντα και το νταούλι και το ούτι και το τουμπελέκι ν ανταμώνουνε  με τις φωνές που τραγουδούσαν και ν ανεβαίνουν οι καρδιές στον ουρανό… «Κρουν τα νταούλια ουρί Στέριουμ’», «Δω στα λιανουχουρταρούδια», «Γιώργης στου χουράφ θα πάει», «Δυό πουλάκια τα καημένα», «Γω στα ξένα περπατούσα», «Δυό βασιλιάδις πουλιμούν», «Μια πέρδικα απ το βουνό» και δώστου καρσιλαμάδες, και ζωναράδικα και μπαϊντούσκες….
Ο δάσκαλος κάθησε λίγο ν ανασάνει. Τόσα χρόνια, παρ’ όλο που πράγματι, ήταν κάπως κλειστός σαν χαρακτήρας, είχε μάθει τους χορούς και τα τραγούδια της περιοχής, που και που πήγαινε στα γλέντια και τις γιορτές. Ήταν τόσο αλλιώτικα απ της πατρίδας του, αλλά τα χόρευε και τα τραγουδούσε καλά. Ο Κυριάκος γέμισε ξανά τα ποτήρια.
-Καλό κατευόδιο Δάσκαλε! Να μη μας ξεχνάς εκεί που θα πας!
-Καλό κατευόδιο! Είπαν κι οι άλλοι. Εκείνα τα σκληρά, σκαμμένα πρόσωπα σκοτείνιασαν. Κάποιοι μπορεί και να βούρκωσαν αλλά γύρισαν το βλέμμα κατά πάνω, να μην τους καταλάβουν… Δεν μίλησαν για ώρα πολλή. Κοίταζαν αφηρημένοι το χορό, συνόδευαν τα τραγούδια σιγανά…
Η νύχτα προχώρησε χωρίς να το καταλάβουν. Οι φωτιές έπεσαν σιγά-σιγά κι απόμειναν αποκαΐδια και θράκα. Οι οργανοπαίχτες σταμάτησαν να ξαποστάσουν.  Οι γυναίκες, οι κοπέλες, τα παιδιά άρχισαν να μαζεύονται στα σπίτια τους. Τα παλληκάρια, παρέες-παρέες, πήραν δρόμο τα σοκάκια…

... πιό ύστερα, το 1904....
….΄Εφτασαν το άλλο απόγευμα στη Γιάμπολη. Φαίνονταν καλή πόλη, πλούσια, καμπίσια, κλεισμένη σ ένα φιδογύρισμα του Τούντζα. Γνώρισαν τη γριά μάνα του Φώτη και το σόι της ξαδέλφης του θείου Αργύρη. Ο άντρας της ήταν αδελφός της μάνας του Φώτη. Αργά, στο σπίτι της ξαδέλφης που τους φιλοξενούσαν, έφεραν και την θυγατέρα του Φώτη τη Φανούλα, να τη γνωρίσει η Λαμπρινή… Εκείνη δε χρειάστηκε ώρα πολλή για να την σφίξει στην αγκαλιά της, να χαϊδέψει τα μαλλιά της, να ψιθυρίσει στ αυτί της λόγια τρυφερά… Λες και μάντευε τα μελλούμενα… Είναι φορές που η αγαθοσύνη και  το άδολο μυαλό, δένουν απ την πρώτη στιγμή δυό ψυχές που φαντάζουν τόσο μακρυνές με την πρώτη ματιά… Ένα επτάχρονο κορίτσι που έχασε τη μάνα του, που ο πατέρας του έλειπε πολλές φορές για δουλειά, που μεγάλωνε με μια γριά γιαγιά… και μια άβγαλτη κι απονήρευτη κοπέλα που κόντευε να μείνει γεροντοκόρη… κι όμως συναντήθηκαν αμέσως, βρέθηκαν, έδεσαν!… όλοι γύρω τους το ένιωσαν, σ όλους φάνηκε καλό σημάδι. Μόνο ένα μικρό αγκαθάκι ξεφύτρωσε… Η μικρή δύσκολα καταλάβαινε τα Ρωμαίικα και τα Βουλγάρικα της Λαμπρινής ήταν για κλάματα! Όταν ο Γιάγκος το κατάλαβε, κοίταξε ερωτηματικά τον Φώτη. Εκείνος σήκωσε αμήχανα τους ώμους.
-Είπα εγώ ότι δεν έχουμε ζόρια; Έχουμε δεν στα είπα; Έπειτα, στο μαχαλά που παίζει τι ακούει θαρρείς; Εγώ λείπω όλη μέρα, ό,τι πει με τη γιαγιά…
-Καλά, στο σχολείο τι μαθαίνουν;
-Τα Δημοτικά σχολειά είναι μόνο Βουλγάρικα και είναι υποχρεωτικά. Εδώ και καιρό! Δεν το ήξερες;
-Δεν το ήξερα… Μετά λες για τους μουχαμέτηδες! Τουλάχιστον μ αυτούς τη λαλιά μας δεν την ξεχάσαμε... κι ας τους έχουμε αφεντικά κοντά εξακόσια χρόνια σ αυτό τον τόπο!... Δεν μίλησε κανείς, μόνο όλοι σκύψαν το κεφάλι…
Την άλλη μέρα ήταν οι ετοιμασίες για το γάμο, γυναικείες δουλειές… Βγήκαν με τον Φώτη και το θείο του να πιουν ένα καφέ. Κάθησαν σ ένα μεγάλο καφενέ κοντά στο Μπεζεστένι. Ο Γιάγκος παρατηρούσε τα πάντα. Έτσι πως έφερνε ένα γύρο το ποτάμι, αγκάλιαζε σχεδόν την πόλη πνίγοντάς την στα πλατάνια, τα καβάκια και τις ιτιές. Παντού δέντρα, θάμνοι, μπαξέδες με λουλούδια. Σε πολλές μεριές, έβλεπε και καινούργια φυτεμένα, σαν να μην έφταναν αυτά που έδωσε η φύση... ήταν φανερή η αγάπη των Βουλγάρων για τα δέντρα και τα πάρκα..
-Σ αρέσει η πόλη; Ρώτησε ο θείος.
-Καλή φαίνεται… και πρέπει να έχει κίνηση ε;
-΄Εχει. Ο κάμπος είναι πλούσιος, νερά έχει…
-Είδα και μερικά ωραία κτίρια, μεγάλα…
-Είναι παλιών Γραικών εμπόρων, απ όταν ήταν Τουρκιά ακόμα…
-Έχει Γραικούς ακόμα;
-Έχει, πως δεν έχει, εμείς τι είμαστε Γιάγκο;
-Η μικρή, η Φανούλα σου Φώτη, όταν μεγαλώσει δε θα λέει Γραικιά μήτε Ρωμιά, μακάρι να βγω ψεύτης!.. κι άμα κάνετε και κανένα με τη Λαμπρινή κι αυτό το ίδιο θα είναι!
-Τι να κάνουμε μπρε Γιάγκο; Να φύγουμε;… και που να πάμε; Εδώ είναι ο τόπος μας, η πατρίδα… άμα πάμε λίγο με τα νερά τους δεν μας πειράζουν!... κι εσείς έχετε τους Τούρκους, αλλά δεν φεύγετε!... είναι ο τόπος σας!
-Αυτό είν αλήθεια… παραδέχτηκε ο Γιάγκος.
-Ξέρεις, έφυγαν μερικοί, κάνα δυό οικογένειες δηλαδή, απ το Ακ-Μπουνάρ και πήγαν στην Ελλάδα, έξω απ  την Αθήνα, κάπου κατά κει!... Κάτι γράμματα που έστειλαν στα σόγια τους εδώ, δεν τα λέγαν και τόσο καλά!.. Νομίζεις οι ντόπιοι εκεί τους καλοδέχτηκαν; Απ ό,τι άκουσα που έλεγαν οι δικοί τους, Βούλγαρους τους ανεβάζαν, Βούλγαρους τους κατεβάζαν! Τι θαρρείς, παντού τα ίδια είναι!..
-Ε, τουλάχιστον στα σχολειά τους μαθαίνουν Ελληνικά…
-Ναι, βέβαια… για να ξεχάσουν τα Αρβανίτικα!..
Ο Γιάγκος δε μίλησε. Τι να πει; Απ όπου να τάπιανες τα πράματα, στραβά ήταν και δεν έβγαζες άκρη!Άναψε την πίπα του και ξανακοίταξε κάτω απ τα φρύδια του έτσι πως ήταν σκυμμένος, προς τα δεξιά του…
-Αυτοί εκεί στη γωνία, είναι ώρα που μας κοιτάζουν παράξενα. Τι συμβαίνει;
Οι άλλοι δυό δεν γύρισαν να δουν. Κατάλαβαν…
-Δεν ξέρεις Βουλγάρικα; Ρώτησε ο θείος.
-Ξέρω.
-Ε, δε μιλάμε Βουλγάρικα καλύτερα;…

Ο γάμος έγινε την άλλη μέρα, σ ένα μικρό εκκλησάκι στην άκρη της πόλης. Ήταν μόνο η οικογένεια. Η μικρή η Φανούλα δεν ξεκόλλησε απ τη Λαμπρινή, κρατούσε το χέρι της όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Ο παππάς, αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν θα άκουγε όποιος δεν έπρεπε ν ακούσει κι αφού έβαλε το γιό του καντηλανάφτη να φυλάει απ έξω, έκανε τη λειτουργία στα Ρωμαίικα….

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ

Ο τίτλος του βιβλίου είναι «Προσευχή για τις καινούργιες πατρίδες».
Είχα σκεφθεί αρκετούς άλλους, αλλά άκουσα ένα φίλο ν απαγγέλει μερικά δικά του ποιήματα στην παρουσίαση που έκανε, αυτές οι λέξεις ήταν ένας στίχος, μου άρεσε, μου φάνηκε πως ταίριαζε, και τον υιοθέτησα. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γίνεται ν αλλάξει.

Όταν με τα χρόνια διαπίστωνα κάθε μέρα και πιο πολύ, πως οι Νεοέλληνες, και μαζί τους κι εγώ, αγνοούμε σχεδόν τα πάντα απ την ιστορία μας και το πώς φθάσαμε ως εδώ, άρχισα να διαβάζω και να ψάχνω παραπέρα, πάντα η Ιστορία κι οι ιστορίες με τραβούσαν. Η ιδέα πήρε μορφή σιγά – σιγά, ωραία είναι η ιστορία, αλλά βρείτε μου πολλούς που διαβάζουν ιστορικές πραγματείες… απ την άλλη, καλές είναι οι ιστοριούλες αλλά αν έχουν κι αλήθειες μέσα τους, δεν είναι καλύτερα; Η μαγιά υπήρχε, ήταν κάποιες πραγματικότητες απ τη ζωή των παππούδων μου, που έτυχε να γεννηθούν την ίδια χρονιά, σε κοντινούς μεταξύ τόπους που τώρα δεν ανήκουν σ αυτή τη χώρα… Έτσι χώρεσε στην ιδέα κι η προσφυγιά. Ψάχνοντας πάρα πέρα, διαπίστωσα πως όταν οι περισσότεροι σ αυτό τον τόπο ακούν τη λέξη προσφυγιά, το πολύ – πολύ να πάει ο νους τους στη Σμύρνη… κι εκεί τελειώνουν όλα. Ιδέα δεν έχουν πως ο χαμός της Θράκης κι αυτού που λέμε «Ελληνισμό» σ αυτό τον τόπο, κράτησε πάνω από σαράντα χρόνια…

Παραπέρα, είδα κι εγώ πως πολύ λίγα ήξερα, άρχισα να μαθαίνω, τα ταίριαζα αυτά που μάθαινα με πράγματα που ήταν δεδομένα... ας πούμε, για παράδειγμα, πάντα ήξερα πως ένας θείος και μια θεία, είχαν γεννηθεί στη Δράμα το ΄15 και το ΄19, ενώ τα υπόλοιπα αδέλφια της μάνας μου, πριν και μετά, στην Ξάνθη το ’12, το ’22, το ΄26. Αυτό, το γιατί στη Δράμα, κρύβει όμως ιστορίες και δράματα, προσωπικά, οικογενειακά αλλά κι εθνικά, κρύβει διωγμούς, θάνατο, ντροπές, φτάνει για να γεμίσει βιβλία ολόκληρα, όχι μόνο λίγα κεφάλαια απ αυτό το βιβλίο. Ας πούμε ακόμα, πως ο ένας παππούς πήγε φαντάρος σε τρεις στρατούς, έτσι έγινε, δεν αλλάζει. Όταν το συζητάω καμμιά φορά, με κοιτάζουν παράξενα, δεν μπορούν φανταστούν πως έγινε… κι όμως δεν ήταν ο μόνος από κείνα τα μέρη, τα τόσο μακρινά, ακόμα και τώρα…

Έτσι πήρε μορφή σιγά – σιγά το βιβλίο, σαν σκέψη ακόμα. Στην αρχή, τα πρώτα σχεδιάσματα, οι ιδέες, έφταναν και μέχρι τον εμφύλιο, αλλά όταν άρχισα να το γράφω, ψάχνοντας συγχρόνως, εύρισκα τόσα πράγματα που έπρεπε να ειπωθούν για να ζωντανέψουν κάποια χρόνια σημαντικά και σημαδιακά, που τα μετά το ’22 φάνταζαν σαν μια άλλη ιστορία.

Το βιβλίο ξεκινάει το 1882, που γεννήθηκαν οι δυό παππούδες στα μέρη της Αδριανούπολης, και τελειώνει το Δεκέμβρη του 1922. Είναι δυό ιστορίες που εξελίσσονται παράλληλα, καμμιά φορά η εναλλαγή γίνεται την ίδια χρονική στιγμή, άλλες φορές όχι. Υπάρχουν ορισμένα πραγματικά στοιχεία κι ορισμένα πραγματικά πρόσωπα, κι αναφέρονται ποια είναι αυτά, στο τελευταίο κεφάλαιο «ογδόντα πέντε χρόνια μετά». Αυτά τα στοιχεία και τα πρόσωπα, πάνε και υφαίνονται και μπλέκουν και γίνονται ένα, με την ιστορία την γραμμένη, αυτή που συνέβη και δεν αλλάζει… κι έτσι φτιάχνονται δυό ιστορίες που μπορεί να έγιναν έτσι, αλλά μπορεί κι αλλιώς, σημασία έχει να μάθει, όποιος κάνει τον κόπο να τις διαβάσει, την ιστορία της Θράκης αυτή την περίοδο αλλά και μπόλικα απ την ιστορία όλου του Ελληνικού χώρου, αυτά τα δυό πάνε μαζί, εδώ και κοντά ενενήντα χρόνια.

Λογικά, μέχρι το ’22 που τελειώνει αυτή η ιστορία, οι δυό παππούδες δεν πρέπει να είχαν συναντηθεί, αυτό μπορεί να έγινε και το ’45, δεν το ξέρω. Έτσι τους βάζω να συναντηθούν έστω και για λίγο το ’19, όχι ότι έχει και πολλή σημασία…

Σημασία έχει να ξέρουμε τις ρίζες μας και το πώς φτάσαμε μέχρι εδώ, δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα, όπως τα βλέπουμε και τα ζούμε τώρα.